-
1 κακόω
κακόω, schlecht machen, übel zurichten, mißhandeln; ἐκάκωσε (ἡμᾶς) βίη Ἡρακληείη Il. 11, 690, μηδὲ γέροντα κάκου κεκακωμένον Od. 4, 754; Ggstz κυδῆναι 16, 212; κεκακωμένος ἅλμῃ, durch das Seewasser entstellt, 6, 137; κακοῠσί μ' ἐκδίκως Aesch. Prom. 978; στρατὸς κακωϑείς, vernichtet, Pers. 714; τὸν κακούμενον ξένον Soph. O. C. 262; in Prosa, auch von Sachen, οἱ κακοῠντες τὰ κοινά Her. 3, 87; ἐκακώϑησαν καὶ οἰκοφϑορήϑησαν 1, 196; τὸ ναυτικόν Thuc. 8, 78; verwüsten, 8, 32; τὸν δῆμον Lys. 15, 91; καὶ ἀποκτιννύναι Plat. Polit. 301 d; ὀρφανόν Legg. XI, 928 c; Sp. Vgl. κάκωσις.
-
2 κακοω
1) мучить, угнетать, притеснять, обижать(τινα Hom., NT.; τὸν δῆμον Lys.; ὀρφανόν Plat.; τοὺς ἀναιτίους Eur.)
ἐκεκάκωτο ὑπὸ τῆς πορείας Xen. — (лошадь) была измучена (тяжелым) переходом;ἐν τῇ θαλάσσῃ κεκακωμένος Plut. — измученный морским путешествием2) причинять ущерб, наносить вред(οἱ κακοῦντες τὰ κοινά Her.)
3) разрушать, сокрушать, уничтожать(τὸ ναυτικόν Thuc.)
στρατὸς κακωθείς Aesch. — разгромленное войско4) изнурять, подтачивать(τὸ σῶμα ἀνατάσει Plut.)
5) грабить, разорять(τοὺς Ἀθηναίους Thuc.)
6) огорчать, печалить7) пачкать, обезображиватьκεκακωμένος ἅλμῃ Hom. — (Одиссей), обезображенный морской водой, т.е. покрытый грязью
8) озлоблять, раздражать -
3 συγκύπτω
A bend forwards, stoop and lay heads together, ; σ. πρὸς ἀλλήλας, of mares, Arist. HA 572a23: metaph., οἱ κακοῦντες τὰ κοινὰ συγκύψαντες ποιεῦσι they do it in concert, Hdt.3.82, cf. 7.145;καὶ συγκύψαντες ἅπαντες γελῶσιν Phryn.Com.3.6
; .II to be bowed down, bent double, as under a burden, Ev.Luc. 13.11, Philostr.Im.2.20;συγκεκῡφώς Them.Or.7.90b
;σ. τῷ προσώπῳ LXX Jb.9.27
; μελανίᾳ ib.Si.19.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκύπτω
См. также в других словарях:
συγκύπτω — Α [κύπτω] 1. σκύβω προς τα εμπρός και προς τα κάτω και ενώνω το κεφάλι μου με το κεφάλι άλλων 2. πλησιάζω κάτι σκύβοντας 3. γέρνω προς τα εμπρός, καμπουριάζω σαν να είμαι πολύ φορτωμένος 4. κλίνω καταφατικά το κεφάλι μου και εγώ μαζί με άλλους,… … Dictionary of Greek